σπερχνούς

σπερχνούς
σπερχνός
hasty
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπερχνός — ή, όν, Α 1. γρήγορος, ορμητικός («ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶ ταχυρρόθους λόγους», Αισχύλ.) 2. (για νόσο) βαρειάς μορφής 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σπερχνόν (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος ἱέρακος» 4. (το ουδ. ως επίρρ.) σπερχνόν ορμητικά, βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”